Νιούμαν

Νιούμαν
(Newman). Επώνυμο οικογένειας Αμερικανών μουσικοσυνθετών. 1. Άλφρεντ (Alfred, Κονέκτικατ 1901 – 1970). Συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Κλασικός κινηματογραφικός συνθέτης που έγραψε μουσική για δεκάδες ταινίες συμπεριλαμβανομένων μιούζικαλ, μελοδράματα, κωμωδίες και επικές υπερπαραγωγές. Πολυβραβευμένος συγκέντρωσε στην διάρκεια της καριέρας του 9 όσκαρ για διάφορες μουσικές κατηγορίες ενώ είχε κι άλλες 20 υποψηφιότητες. Ανάμεσά τους ανήκουν οι μουσικές ταινίες όπως Tin pain alley (1940), Το τραγούδι της Μπερναρντέτ (1943), Ο βασιλιάς κι έγω (1956), Κάμελοτ (1967). Ο Ν. είναι παράλληλα και ο ακρογωνιαίος λίθος μιας μουσικής οικογένειας, με τα αδέλφια του Λάιονελ και Εμίλ επίσης σπουδαίους συνθέτες. Την παράδοση της οποίας οικογένειας συνεχίζει σήμερα η επόμενη γενιά με τον γιο του Ντέιβιντ τον Τόμας και κυρίως τον ανιψιό του Ράντι (βλ. 2.). 2. Ράντι (Randy, Λος Άντζελες 1943 –). Συνθέτης, στιχουργός και πιανίστας. Σπούδασε στο UCLA Θεωρία Μουσικής και Σύνθεση. Δραστηριοποιήθηκε αμέσως στην δισκογραφία και τον κινηματογράφο με το φιλμ του Νίκολας Ρεγκ Performance (1970), ενώ στην συνέχεια μερικά τραγούδια του όπως το I think it’s going to rain, I love L.A. κ.ά. έγιναν και μεγάλες εμπορικές επιτυχίες. Στο πέρασμα των χρόνων έγραψε πολύ ενδιαφέρουσες μουσικές για τον κινηματογράφο (Ραγκτάιμ, 1981· Η ιστορία των παιχνιδιών, 1995 κ.ά.) ήταν πολλές φορές υποψήφιος για διάφορα βραβεία ενώ κέρδισε τελικώς το Όσκαρ το 2002 για το τραγούδι της ταινίας Μπαμπούλας Α.Ε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Νιούμαν, Πολ — (Paul Newman, Κλίβελαντ 1925 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός. Ταλαντούχος και γοητευτικός με εκφραστικά γαλάζια μάτια, ήταν για πολλά χρόνια η προσωποποίηση του αμερικανικού ονείρου και δούλευε ήδη ως επαγγελματίας ηθοποιός ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Σβέρντρουπ, Όττο Νιούμαν — (Sverdrup). Νορβηγός εξερευνητής (Χάρσταντ 1854 Όσλο 1930). Το 1888 πραγματοποίησε με το Φ. Νάνσεν μια αποστολή στη Γροιλανδία και από το 1893 ως το 1896, πάλι με το Νάνσεν, εξερεύνησαν την πολική περιοχή, φτάνοντας στις 85°57’ Β. πλάτος. Το 1898 …   Dictionary of Greek

  • Ορατοριανοί — Ονομασία δύο ρωμαιοκαθολικών μοναχικών ταγμάτων. 1. Ο. της Ιταλίας. Ιδρύθηκε από τον Φίλιππο ντε Νέρι το 1564 στο Σαν Τζοβάννι ντέι Φιορεντίνι. Τα μέλη του τάγματος έθεσαν ως σκοπό τους τον καθαγιασμό των ψυχών με το κήρυγμα και τη διδασκαλία.… …   Dictionary of Greek

  • βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… …   Dictionary of Greek

  • Άμποτ, Έντουιν — (Edwin Abbott, 1838 – 1926). Άγγλος θεολόγος, συγγραφέας και σαιξπηρολόγος. Μετά από σπουδές στο Κέιμπριτζ, όπου αρίστευσε, δίδαξε σε διάφορες σχολές (1862 89) και υπήρξε ιεροκήρυκας στο Κέιμπριτζ και την Οξφόρδη. Έργα του: Σαιξπηρική γραμματική… …   Dictionary of Greek

  • Γούντγουορντ, Τζόαν — (Joanne Woodward, ΗΠΑ 1930 –). Αμερικανίδα ηθοποιός. Η μετέπειτα σύζυγος του επίσης ηθοποιού Πολ Νιούμαν (από το 1958), σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Λουιζιάνα και στο Actors Studio της Νέας Υόρκης, ξεκινώντας από το θέατρο. Σημάδεψε όμως με την… …   Dictionary of Greek

  • Έλγκαρ, Έντουαρντ — (Sir Edward Elgar, Μπρόουντχιθ 1857 – Γούστερ 1934). Άγγλος συνθέτης. Ο οργανίστας πατέρας του τον παρότρυνε να σπουδάσει μουσική. Έμαθε να παίζει πολλά όργανα και για ένα χρονικό διάστημα διηύθυνε μια μουσική μπάντα. Η πείρα που απέκτησε του… …   Dictionary of Greek

  • Κεμπλ, Τζον — (John Keble, 1792 – 1866). Άγγλος κληρικός και ποιητής. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1815 έλαβε το ιερατικό αξίωμα και το 1816 έγινε εφημέριος. Το 1827 δημοσίευσε ανώνυμα το έργο Το χριστιανικό έτος, που περιέχει τους δημοφιλέστερους …   Dictionary of Greek

  • Λαμενέ, Φελισιτέ Ρομπέρ ντε- — (Félicité Robert de Lamennais, Σαν Μαλό, Βρετάνη 1782 – Παρίσι 1854). Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας. Μεταξύ του 1817 και του 1825 δημοσίευσε στο Παρίσι το Δοκίμιο περί αδιαφορίας στα θέματα της θρησκείας, που μπορεί να θεωρηθεί το μανιφέστο της …   Dictionary of Greek

  • Σβερντλόφσκ — (Γεκατέρινμπουργκ). Πόλη (1 367 000 κάτ) στη Ρωσική Δημοκρατία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (194800 τ. χλμ.), που εκτείνεται κυρίως στα Α του αυχένα των Ουραλίων στις λεκάνες απορροής των ποταμών Τάβντα και Τόμπολ, παραποτάμων του Ομπ. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”